- αμφίπολις
- Σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη της Μακεδονίας, περίπου 40 χλμ. από τις εκβολές του Στρυμόνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή την περιέβαλε ένας βραχίονας του Στρυμόνα. Βρισκόταν σε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο, γνωστό παλαιότερα ως Εννέα Οδοί, ενώ από τον χώρο της περνούσε η Εγνατία οδός. Η περιοχή ήταν πλούσια κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου, με άφθονη ξυλεία για ναυπήγηση πλοίων. Την ίδρυσαν Αθηναίοι το 436 π.Χ. (ο Άγνων, πατέρας του Θηραμένη, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους), όταν είχε την εξουσία στην Αθήνα ο Περικλής, και η ίδρυσή της σχετίζεται με την πολιτική του. Δεν έμεινε όμως πολύ στα χέρια των Αθηναίων· με την απώλειά της μάλιστα σχετίζεται η κακοτυχία του ιστορικού Θουκυδίδη, που δεν κατόρθωσε να την ενισχύσει έγκαιρα κι έτσι την πήρε o Σπαρτιάτης Βρασίδας. Από τότε δεν κατόρθωσαν να την ξαναπάρουν οι Αθηναίοι, παρά τις προσπάθειές τους. Στην Α. προέβαλε την ύστατη αντίστασή της η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάς εναντίον του Κάσσανδρου και εκεί τελείωσαν τις ημέρες τους η γυναίκα του Ρωξάνη και ο γιος του Αλέξανδρος. Στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας ορίστηκε πρωτεύουσα μεγάλης περιοχής και στα νομίσματα της εποχής αναφέρεται Μακεδόνων πρώτη. Στην παλαιοχριστιανική εποχή φαίνεται να διατηρεί τη σημασία της, γιατί εκεί βρέθηκαν ερείπια από τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στον Μεσαίωνα αναφέρεται αρχιεπισκοπή Α.
Η αρχαιολογική έρευνα, που άρχισε από τον 19ο αι. αλλά συστηματοποιήθηκε από το 1956, αποκάλυψε μέρος από το κλασικό τείχος, πολλές επιγραφές και πάνω από 400 τάφους δύο αρχαίων νεκροταφείων της περιοχής, με πλούσια κινητά ευρήματα: αγγεία, ειδώλια με χρώματα, χρυσά κοσμήματα και επιτύμβια ανάγλυφα.
Νόμισμα της αρχαίας Αμφίπολης, στο οποίο απεικονίζεται ο Απόλλων.
Αρχαιολογικός χώρος με ευρήματα της αρχαίας Αμφίπολης.
* * *ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολιςα) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.